- μηκόθεν
- μηκόθεν, von fern, von weitem her
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μηκόθεν — και μήκοθεν (ΑΜ) επίρρ. από μακριά, μακρόθεν («ἀλώπηξ δὲ μηκόθεν στᾱσα ἔφη», Αισώπ. Μύθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆκος + επίρρμ. κατάλ. όθεν (πρβλ. υψ όθεν)] … Dictionary of Greek
μηκόθεν — from afar indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
даль — ДАЛ|Ь (*), И с. Расстояние: онъ же ѹказа и мѣсто. и имѩ. въ инои странѣ и даль ѿ другы˫а. и абье ѿсланъ бы(с) во ѹзницю. (μηκόθεν) ПНЧ XIV, 116в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μήκος — Η απόσταση από το ένα άκρο ενός αντικειμένου έως το άλλο. Ακόμη ως μ. ορίζεται η μεγαλύτερη από τις δύο οριζόντιες διαστάσεις οποιουδήποτε σχήματος ή σώματος. * * * το (ΑΜ μῆκος, Α δωρ. τ. μᾱκος) 1. η έκταση ενός αντικειμένου από το ένα άκρο του… … Dictionary of Greek